μπομπάρδα

μπομπάρδα
η
(λ. ιταλ.)
1. πυροβόλο όπλο του μεσαίωνα.
2. είδος παλιού πολεμικού πλοίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπομπάρδα — και μπουμπάρδα, η (Μ μπομπάρδα και μπουμπάρδα) 1. πολεμική μηχανή 2. οξύπρυμνο ιστιοφόρο μσν. 1. είδος τηλεβόλου 2. συνεκδ. η βολή όπλου ή κανονιού, κανονιά 3. βλήμα όπλου ή κανονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombarda] …   Dictionary of Greek

  • μπομπαρδίζω — [μπομπάρδα] βομβαρδίζω …   Dictionary of Greek

  • βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …   Dictionary of Greek

  • μπομπαρδάρης — ο (Μ μπομπαρδάρης και μπουμπαρδάρης) [μπομπάρδα] πυροβολητής, κανονιέρης …   Dictionary of Greek

  • μπομπαρδιέρης — και πουμπαρδιέρης, ὁ (Μ) [μπομπάρδα] πυροβολητής, κανονιέρης …   Dictionary of Greek

  • μπουμπάρδα — η βλ. μπομπάρδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”